ύφεση(-ις), η, μετριασμός, ο, ελάττωση (-ις), η
Ερμηνεία:
΄Υφεση ή μετριασμός ή ελάττωση, π.χ. συμπτώματος, άλγους.
Ετυμολογία:
[abate ελαττώνω, κοπάζω + καταλ. -ment]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρικό λεξιλόγιο:
|